γουριάζω

γουριάζω
και γουργιάζω και ουργιάζω
1. (για πρόσωπο) θρηνώ, οδύρομαι
2. (για σκύλο) ουρλιάζω
3. (για πουλί) κράζω
4. (για αβγό) κλουβιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ωρύομαι κατά τα σε -άζω (πρβλ. κράζω, φωνάζω) με τροπή τού ω- σε -ου-, ανάπτυξη αρχικού γ- και ανάπτυξη τού -j- από τη συνίζηση τού συμπλέγματος -ια- (πρβλ. ιατρός-γιατρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γουριώ — ( άω) ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστώς σχηματισμένος από τον αόριστο του γουριάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”